- στατηρίσκος
- στᾰτηρ-ίσκος, ὁ, or [suff] στᾰτηρ-ισμός, ὁ, name of a tax. BGU1843.10 (i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στατηρίσκος — ὁ, Α είδος φόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
στατηρισμός — ὁ, Α στατηρίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + ισμός*] … Dictionary of Greek